αφειδια

αφειδια
    ἀφειδία
    ἀ-φειδία
    ἥ
    1) щедрость Plat., Plut.
    2) беспощадность, пренебрежение
    

ἀ. σώματος NT. — изнурение (т.е. умерщвление) плоти


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αφειδια" в других словарях:

  • ἀφειδία — ἀφειδίᾱ , ἀφειδία generosity fem nom/voc/acc dual ἀφειδίᾱ , ἀφειδία generosity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφειδίᾳ — ἀφειδίαι , ἀφειδία generosity fem nom/voc pl ἀφειδίᾱͅ , ἀφειδία generosity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφειδία — η (AM ἀφειδία) [αφειδής] έλλειψη φειδούς, αφθονία, απλοχεριά (αρχ.μσν.) η σκληραγωγία (του σώματος) μσν. η υπερβολή, η έλλειψη λιτότητας …   Dictionary of Greek

  • ἀφειδίας — ἀφειδίᾱς , ἀφειδία generosity fem acc pl ἀφειδίᾱς , ἀφειδία generosity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφειδίαν — ἀφειδίᾱν , ἀφειδία generosity fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφειδίαις — ἀφειδία generosity fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»